- διστεγία
- δι-στεγία, ἡ,A second story, Poll.4.130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διστεγία — διστεγίᾱ , διστεγία second story fem nom/voc/acc dual διστεγίᾱ , διστεγία second story fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διστεγία — διστεγία, η (Α) [δίστεγος] (για κτήριο) δεύτερο πάτωμα … Dictionary of Greek
διστεγίας — διστεγίᾱς , διστεγία second story fem acc pl διστεγίᾱς , διστεγία second story fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТЕАТР — • Theatrum, Θέατρον. I. Греческий Т. Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… … Реальный словарь классических древностей